Ἀσιᾶτις

Ἀσιᾶτις
Ἀσιανός
Asia
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασιάτης — (θηλ. ισσα) (AM ἀσιάτης [ ου], θηλ. ἀσιᾱτις [ ιδος] και ιων. ἀσιήτης, θηλ. ῆτις) νεοελλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Ασίας αρχ. ο ασιατικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”